- ζωοποιώ
- (AM ζωοποιῶ, -έω) [ζωοποιός]1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνωμσν.1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή2. μέσ. ζωοποιοῡμαιπαίρνω ζωή3. φρ. (για γυναίκα) «ζωοποιώ σπορά» — φέρνω στη ζωή, γεννώμσν.-αρχ.1. ανασταίνω κάποιον2. (αμτβ.) ανασταίνομαι, αναζωογονούμαιαρχ.γεννώ, παράγω έμβια όντα, ζωογονώ.
Dictionary of Greek. 2013.